- συνεκκαίω
- Α1. κατακαίω συγχρόνως2. απόλ. διεγείρω, εξάπτω συγχρόνως3. μτφ. ερεθίζω, εξοργίζω συγχρόνως («συνεκκαίει τὸν θυμόν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκκαίω «κατακαίω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεκκαίει — συνεκκαίω set on fire together pres ind mp 2nd sg συνεκκαίω set on fire together pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκαίειν — συνεκκαίω set on fire together pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκαίεται — συνεκκαίω set on fire together pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκαίοντος — συνεκκαίω set on fire together pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξέκαυσαν — συνεκκαίω set on fire together aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξέκαυσε — συνεκκαίω set on fire together aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκάει — συνεκκά̱ει , συνεκκαίω set on fire together pres ind mp 2nd sg (attic) συνεκκά̱ει , συνεκκαίω set on fire together pres ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… … Dictionary of Greek
συνεκκάοντες — συνεκκά̱οντες , συνεκκαίω set on fire together pres part act masc nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)